ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ σχετικά με την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου για τον καθορισμό απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού όσον αφορά τα βιώσιμα προϊόντα και για την κατάργηση της οδηγίας 2009/125/ΕΚ

 

Η πρόληψη των αποβλήτων και η κυκλικότητα αποτελούν θεμελιώδεις πυλώνες της Πράσινης Συμφωνίας. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία (CEAP), όλες οι συσκευασίες στην αγορά πρέπει να είναι επαναχρησιμοποιήσιμες ή ανακυκλώσιμες έως το 2030. Προς την κατεύθυνση αυτή, η μείωση των φυσικών πόρων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή, η παράταση της διάρκειας ζωής, η βελτίωση της δυνατότητας επισκευής και η υιοθέτηση κυκλικών οικονομιών αποτελούν τον καλύτερο τρόπο για την παράταση της ωφέλιμης ζωής ενός προϊόντος[1].

Ο οικολογικός σχεδιασμός αντιμετωπίζει την κατανάλωση πόρων και ενέργειας και μειώνει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του κύκλου ζωής των προϊόντων με την επέκταση του σταδίου της χρήσης. Ειδικά για τις βιομηχανικές επιχειρήσεις και τις ΜΜΕ, η αλλαγή προς κυκλικά επιχειρηματικά μοντέλα μπορεί να εμποδιστεί από επιχειρησιακά εργαλεία και από την ανάγκη για πιο συναφή δεδομένα[2]. Ωστόσο, η βέλτιστη λύση οικολογικού σχεδιασμού ορισμένες μόνο φορές δημιουργείται στο στάδιο της αρχικής σύλληψης λόγω της πολύπλοκης συσχέτισης των πληροφοριών για τον σχεδιασμό του κύκλου ζωής. Ως εκ τούτου, η πολιτική αυτή θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις τροποποιήσεις στον τομέα του οικολογικού σχεδιασμού[3].

Η ισχύουσα οδηγία για τον οικολογικό σχεδιασμό έχει επιτύχει περιβαλλοντικούς στόχους και στόχους ενεργειακής απόδοσης για τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα, ρυθμίζοντας μετρήσιμες και επαληθεύσιμες παραμέτρους του προϊόντος βάσει μιας σαφούς και διαφανούς μεθοδολογίας. Συνεπώς, η συντάκτρια γνωμοδότησης υποστηρίζει γενικά πολλά στοιχεία της πρότασης της Επιτροπής. Ωστόσο, κάθε νέα απαίτηση θα πρέπει να είναι μετρήσιμη επί του προϊόντος και σχεδιασμένη έτσι ώστε να εφαρμόζεται αποτελεσματικά, εκτός εάν δοκιμαστεί με οικονομικά αποδοτικό τρόπο και εντός ενός αρκετά σύντομου χρονικού διαστήματος. Ως εκ τούτου, η συντάκτρια γνωμοδότησης προτείνει να αξιοποιηθεί η εμπειρία του μέσου οικολογικού σχεδιασμού.

Επιπλέον, η πρόταση νέου κανονισμού σχετικά με τον οικολογικό σχεδιασμό για βιώσιμα προϊόντα (ESPR) αναμένεται να επιτρέψει μια ολοκληρωμένη και εναρμονισμένη δέσμη απαιτήσεων για τη βιωσιμότητα των προϊόντων που διατίθενται στην αγορά της ΕΕ. Ο κλάδος θα πρέπει να τηρεί τις εν λόγω απαιτήσεις βελτιώνοντας συνεχώς τη βιωσιμότητα και ενθαρρύνοντας τους καταναλωτές να υιοθετήσουν πιο βιώσιμους τρόπους κατανάλωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να διατηρούνται τα περιθώρια βελτίωσης που ενδέχεται να έχουν ορισμένες τεχνολογίες ή επιλογές σχεδιασμού προϊόντων.

Η εναρμόνιση των απαιτήσεων οικολογικού σχεδιασμού και πληροφόρησης σε επίπεδο ΕΕ με τη χρήση εναρμονισμένων μεθοδολογιών αξιολόγησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι απαραίτητη για την επίτευξη της βιωσιμότητας των προϊόντων. Η συντάκτρια γνωμοδότησης τονίζει ότι οι κανονισμοί θα πρέπει να προσφέρουν προστιθέμενη αξία στους χρήστες, αποφεύγοντας τις περιττές και επαχθείς επαναλήψεις πληροφοριών στις υπάρχουσες βάσεις δεδομένων. Για τη βελτίωση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας, οι μελλοντικές κανονιστικές απαιτήσεις θα πρέπει να προσδιορίζουν τις καταλληλότερες μεταβλητές, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι παράμετροι των προϊόντων μπορεί να είναι αλληλεξαρτώμενες και να αλληλοεπηρεάζονται (π.χ. η δυνατότητα επισκευής μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία κ.λπ.).

Επιπλέον, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στον κανονισμό είναι σαφείς και ότι ο κατάλογος των παραμέτρων και των κριτηρίων είναι εξαντλητικός ώστε να καλύπτει κάθε πιθανή πτυχή της βιωσιμότητας όλων των προϊόντων. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν γενικά κριτήρια βιωσιμότητας των προϊόντων, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις του προϊόντος.

Επιπλέον, θα πρέπει να επιμερίζεται η ευθύνη για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού. Ο επιμερισμός των ευθυνών στην αλυσίδα εφοδιασμού για την παραγωγή και την παροχή πληροφοριών θα πρέπει να αποτυπώνεται στον κανονισμό.Τα δεδομένα και οι πληροφορίες θα πρέπει να προέρχονται από τους προμηθευτές, η δε υποχρέωση παροχής των πληροφοριών αυτών θα βαρύνει τους κατασκευαστές που διαθέτουν τα τελικά προϊόντα στην αγορά της ΕΕ.

Όσον αφορά το ψηφιακό διαβατήριο προϊόντος (DPP), θα πρέπει να βασίζεται στις υφιστάμενες βάσεις δεδομένων για την αποφυγή περιττής και επαχθούς αναπαραγωγής, τη μείωση των αποβλήτων και την παροχή στους καταναλωτές της δυνατότητας να διαδραματίσουν πιο ενεργό ρόλο στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Το DPP θα μπορούσε να αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας κατά μήκος της αξιακής αλυσίδας και τη διασφάλιση της διατήρησης της αξίας των πληροφοριών, των υλικών και των προϊόντων. Τα κενά πληροφόρησης, όπως προσδιορίζονται στο σχέδιο δράσης για την κυκλική οικονομία, αποτελούν βασικό αρνητικό εξωτερικό παράγοντα που πρέπει να αντιμετωπιστεί ώστε τα βιώσιμα προϊόντα να καταστούν κανόνας. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες του DPP θα πρέπει να είναι περιορισμένες, με προστιθέμενη αξία για τα βασικά ενδιαφερόμενα μέρη.

Επιπλέον, η συντάκτρια γνωμοδότησης πιστεύει ότι όλες οι απαιτήσεις που ορίζονται στον κανονισμό πρέπει να εφαρμόζονται με επαρκή χρόνο μετάβασης ώστε να ελαχιστοποιούνται οι στρεβλώσεις της αγοράς. Θα πρέπει να δοθεί επαρκής χρόνος μεταξύ της δημοσίευσης της νομοθεσίας και της εφαρμογής των νέων απαιτήσεων για τα προϊόντα, ιδίως λόγω της ανάγκης ανάπτυξης εναρμονισμένων προτύπων, επειδή η βιομηχανία πρέπει να προσαρμόσει τις διαδικασίες της ώστε να μπορεί να εφαρμόσει τις νέες ή επικαιροποιημένες νομικές απαιτήσεις σε πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού.

 

[1] https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S2212827122001007

[2] https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0959652621030432

[3] https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0959652622021175