Έκθεση σχετικά με μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση της αποθήκευσης ενέργειας

Με την ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία η ΕΕ έχει δεσμευτεί να απαλλάξει την ευρωπαϊκή οικονομία από τις ανθρακούχες εκπομπές και να καταστεί ουδέτερη από πλευράς εκπομπών έως το 2050. Τούτο απαιτεί την ταχεία μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα ως πρωτογενή πηγή ενέργειας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Ένα υψηλότερο μερίδιο ΑΠΕ θα οδηγήσει στην περαιτέρω αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας. Σε όλα τα σενάρια αναμένεται ότι η απαλλαγή από τις ανθρακούχες εκπομπές θα επιτευχθεί κυρίως μέσω της ηλεκτροδότησης των μεγαλύτερων τομέων (ενέργεια, μεταφορές, θέρμανση και ψύξη), πράγμα που θα οδηγήσει στην τεράστια αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια: σύμφωνα με την Επιτροπή, η ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια θα υπερδιπλασιαστεί  έως το 2050. Δεδομένου ότι έχουμε δεσμευτεί να απαλλάξουμε τον τομέα της ενέργειας από τις ανθρακούχες εκπομπές, θα αυξηθεί το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ΑΠΕ. Η Επιτροπή αναμένει το μερίδιο των ΑΠΕ να ανέλθει σε 55% έως το 2030 και να έχει υπερβεί το 80% έως το 2050. Το υψηλότερο ποσοστό ΑΠΕ οδηγεί αναπόφευκτα στη μεγαλύτερη αστάθεια του δικτύου ηλεκτροδότησης. Ως εκ τούτου, λόγω της δέσμευσης να επιτευχθεί ουδετερότητα από πλευράς εκπομπών έως το 2050, απαιτείται η τεράστια αύξηση της ικανότητας αποθήκευσης, ώστε να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού.

Πρέπει να είναι προτεραιότητά μας η εξασφάλιση σταθερής ηλεκτρικής τροφοδοσίας ανά πάσα στιγμή. Επιπλέον, η ενέργεια πρέπει να παραμείνει οικονομικά προσιτή για τους πολίτες της ΕΕ. Η αποθήκευση ενέργειας θα είναι καίριας σημασίας για τη μείωση των ακραίων τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς θα εξισορροπήσει τις περιόδους αιχμής και κάμψης της ζήτησης και της προσφοράς. Θα πρέπει να εισαχθεί στην αγορά ένα ευρύ φάσμα τεχνολογιών αποθήκευσης, οι οποίες θα καλύπτουν όλα τα χαρακτηριστικά όσον αφορά την ισχύ, την ικανότητα και τον χρόνο απόκρισης και θα αξιοποιούνται για τη σταθερότητα του δικτύου, τον έλεγχο της τάσης, την εφεδρεία λειτουργίας, την αποστολή και την εκ νέου αποστολή, καθώς και για τη μετατόπιση της ενέργειας λιανικής. Θα είναι αναγκαία όχι μόνο η βραχυπρόθεσμη αποθήκευση, αλλά και η εποχιακή αποθήκευση για διάστημα μηνών. Η αποθήκευση μπορεί να παρέχεται ως υπηρεσία σε διαχειριστές συστήματος διανομής (DSO), π.χ. για τη διαχείριση της συμφόρησης, ή σε διαχειριστές συστήματος μεταφοράς (TSO), για εξισορρόπηση.

Η ΕΕ πρέπει να αναλάβει δράση τώρα. Σκοπός της παρούσας έκθεσης είναι να αναλύσει τις υπάρχουσες δυνατότητες αποθήκευσης και να διατυπώσει συστάσεις προς την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, ώστε να διερευνηθεί πλήρως το δυναμικό αποθήκευσης στην ΕΕ. Εάν εξεταστεί η αποθήκευση μόνο για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας μεμονωμένα, η ευελιξία είναι περιορισμένη και πολύ δαπανηρή. Μέσω του ευφυούς συνδυασμού διαφόρων τομέων, όπως η μετατροπή ηλεκτρικής ενέργειας σε φυσικό αέριο ή σε θερμότητα, διατίθενται περισσότερες τεχνολογίες αποθήκευσης, όπως η αποθήκευση θερμικής ενέργειας. Απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση ώστε να ευθυγραμμιστούν διάφορες πτυχές, όπως η αποδοτικότητα, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις, οι αρμοδιότητες και η αδειοδότηση. Πρέπει να διεξάγεται προσεκτική και διεξοδική ανάλυση κάθε τύπου τεχνολογίας αποθήκευσης, ιδίως όσον αφορά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Τα υψηλά περιβαλλοντικά πρότυπα στην ΕΕ δεν πρέπει να αποδυναμωθούν. Ορισμένες τεχνολογίες αποθήκευσης, όπως οι συσσωρευτές, ενδέχεται να έχουν σημαντικό αποτύπωμα άνθρακα, το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το ενεργειακό μείγμα που χρησιμοποιείται για την παραγωγή τους και από τη μέθοδο εξόρυξης των πρώτων υλών. Για τον λόγο αυτόν, η εισηγήτρια προτείνει να δημιουργήσει η Επιτροπή μια ειδική ομάδα, με τη συμμετοχή όλων των αρμόδιων Γενικών Διευθύνσεων, ώστε να καταρτίσει μια ολοκληρωμένη στρατηγική για την αποθήκευση ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να διεξαχθεί ανάλυση του κύκλου ζωής όλων των διαθέσιμων εναλλακτικών λύσεων αποθήκευσης, με έμφαση στο αποτύπωμα άνθρακά τους.