Άκρως προβληματική εμφανίζεται η λειτουργία της ΛΑΡΚΟ, κρατικής εταιρίας εξόρυξης λατερίτη και παραγωγής σιδηρονικελίου, η οποία από τον Μάρτιο έχει τεθεί σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης που θα οδηγήσει σε πώλησή της σε ιδιώτη επενδυτή ή στην κήρυξη πτώχευσης. Μάλιστα, η εταιρία έχει διακόψει την παραγωγική λειτουργία της κατόπιν απόφασης των συνδικαλιστών της, που επιδιώκουν να εμποδίσουν τη διαδικασία ιδιωτικοποίησής της. Σημειωτέον ότι την 27.03.2014, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση που υποχρέωσε την Ελλάδα να ανακτήσει ενίσχυση ύψους 135 εκατομμυρίων Ευρώ, η οποία χορηγήθηκε παράνομα στη ΛΑΡΚΟ υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων και εισφορών κεφαλαίου, ενώ έκρινε περαιτέρω το σχέδιο πώλησης ενός μέρους των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ μέσω δύο διαγωνισμών, όπως κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, τονίζοντας ότι οι νέοι αγοραστές θα μπορούσαν να συνεχίσουν την εξόρυξη στις εγκαταστάσεις της απασχολώντας νέους και παλαιούς εργαζομένους της ΛΑΡΚΟ, ενώ η νέα οντότητα δεν θα έφερε ευθύνη για την ανάκτηση των ασυμβίβαστων ενισχύσεων.

Με αυτά τα δεδομένα ερωτάται η Επιτροπή:

1. Ποια η πρόοδος του σχεδίου αποκρατικοποίησης της εταιρίας, η οποία, πέραν της μεταλλουργικής δραστηριότητας, διαθέτει μεγάλης αξίας μεταλλεία και ορυχεία λιγνίτη τα οποία, σύμφωνα με το σχέδιο του 2014, θα αποκρατικοποιούνταν χωριστά από το εργοστάσιο;

2. Πώς κρίνει το ζήτημα της έλλειψης κεντρικού συστήματος ελέγχου της μισθοδοσίας των υψηλόβαθμων στελεχών της ΛΑΡΚΟ, που είχε ως συνέπεια τον προσδιορισμό υπέρογκων μισθών, επιδομάτων και συντάξεων;

Απάντηση της εκτελεστικής αντιπροέδρου Vestager εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 

Η Επιτροπή γνωρίζει τον εθνικό νόμο 4664/2020 (άρθρο 21), της 14ης Φεβρουαρίου 2020, βάσει του οποίου η ΛΑΡΚΟ υπάγεται σε ειδική διαχείριση. Σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, ένας από τους στόχους του ειδικού διαχειριστή είναι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων της ΛΑΡΚΟ. Μέχρι σήμερα, η Επιτροπή δεν διαθέτει πληροφορίες για την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε σχέση με την εν λόγω πώληση.

Η απόφαση της Επιτροπής του 2014 διαπίστωσε ότι, μεταξύ 2008 και 2011, το ελληνικό δημόσιο είχε χορηγήσει μια σειρά κρατικών εγγυήσεων και μία εισφορά κεφαλαίου υπό όρους που δεν θα είχε αποδεχθεί κανένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία της αγοράς. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα νόθευσαν αδικαιολόγητα τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και παρείχαν στη ΛΑΡΚΟ επιλεκτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της.

Όταν —όπως στην περίπτωση της ΛΑΡΚΟ— διαπιστώνεται ότι ένα μέτρο δημιουργεί αδικαιολόγητη στρέβλωση του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, συνεπάγεται ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση, η εν λόγω στρέβλωση του ανταγωνισμού πρέπει να εξαλείφεται με την επιστροφή της ασυμβίβαστης ενίσχυσης ή με την έξοδο της εν λόγω επιχείρησης από την αγορά. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν επιβάλλονται στον δικαιούχο πρόσθετοι όροι, όπως οι όροι που αφορούν τις μισθολογικές ρυθμίσεις.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστροφή της ασυμβίβαστης ενίσχυσης ή η έξοδος της εν λόγω επιχείρησης από την αγορά αποκαθιστά την κατάσταση της αγοράς ως είχε πριν την κρατική παρέμβαση και ακυρώνει το πλεονέκτημα που έλαβε ο δικαιούχος της ενίσχυσης.