Οι διεθνείς αεροπορικές συνδέσεις μεταξύ των κρατών μελών και τρίτων χωρών διέπονται κατά κανόνα από διμερείς συμφωνίες αεροπορικών μεταφορών μεταξύ τους. Οι συνήθεις ρήτρες περί καθορισμού αερομεταφορέα που περιέχονται στις διμερείς συμφωνίες παραβιάζουν το ευρωπαϊκό δίκαιο, καθώς επιτρέπουν σε τρίτη χώρα να απορρίψει, να ανακαλέσει ή να αναστείλει τις άδειες εκμετάλλευσης ή τις άδειες τεχνικής φύσεως αερομεταφορέα που έχει καθοριστεί μεν από κράτος μέλος, αλλά δεν ανήκει κατ’ ουσία ούτε βρίσκεται υπό τον πραγματικό έλεγχο του συγκεκριμένου κράτους μέλους ή υπηκόων του. Αυτό κρίθηκε ότι αποτελεί διάκριση εις βάρος των αερομεταφορέων της ΕΕ που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος κράτους μέλους αλλά ανήκουν σε υπηκόους άλλων κρατών μελών και ελέγχονται από αυτούς.

Συμμορφούμενη με την απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ σε σειρά υποθέσεων γνωστές ως «Ανοικτοί ουρανοί», η οδηγία αντικαθιστά τις συνήθεις ρήτρες περί καθορισμού αερομεταφορέα, ώστε να επιτρέπει σε όλους τους αερομεταφορείς της ΕΕ να απολαύουν του δικαιώματος εγκατάστασης, και προβλέπει μέτρα επίλυσης ενδεχόμενων συγκρούσεων προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Ένωσης για τη διασφάλιση της εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό δίκαιο, εξυπηρετώντας έναν θεμελιώδη στόχο της εξωτερικής πολιτικής αερομεταφορών της Ένωσης.